- θήρ
- θήρ, ὁ, ἡ (Α)1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.)2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ.β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.)3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» — ο Κέρβερος, Σοφ.)4. παράσιτο, έντομο ή σκουλήκι5. μτφ. οι διώκτες τών χριστιανών και ο διάβολος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ghwēr-«άγριο ζώο». Οι τ. τού πληθυντικού θήρες, -ών αντιστοιχούν επακριβώς στα λιθουαν. žveres, žverū (< ΙE *ghwēr-es, *ghwēr-ōm). Συνδέεται επίσης με το λατ. fěrus, που εμφανίζει όμως βραχύ θεματικό φωνήεν. Ως α' συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή θηρ(ο)-, ενώ ως β' συνθετικό απαντά ως -θηρος, μορφές που δεν πρέπει να συγχέονται με εκείνες τών συνθέτων τής λ. θήρα*. Η αρχική σημασία τής λ. θηρ είναι «άγριο ζώο», χρησιμοποιείται όμως και με τις σημασίες «παράσιτο έντομο ή σκουλήκι» και «τέρας».ΠΑΡ. θηρίο(ν), θηρεύω [πιθ. και θήρα (βλ.λ.)]αρχ.θηράφιον, θήρειος, θηρίδιον, θηρώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. θηρ(ο)-(Β' συνθετικό) άθηρος, ένθηρος, μιξόθηρος, μυόθηρος, πάνθηρος, πολύθηρος.
Dictionary of Greek. 2013.